απομάχομαι — ἀπομάχομαι (AM) 1. αγωνίζομαι εναντίον κάποιου μσν. προσπαθώ, επιχειρώ με βία αρχ. 1. μάχομαι απελπισμένα 2. αντικρούω, δεν παραδέχομαι 3. τελειώνω τη μάχη 4. αποκρούω, απωθώ στη μάχη … Dictionary of Greek
ἀπομάχομαι — fight from pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομάχεσθε — ἀπομάχομαι fight from pres imperat mp 2nd pl ἀπομάχομαι fight from pres ind mp 2nd pl ἀπομάχομαι fight from imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαχεσαμένων — ἀπομάχομαι fight from aor part mid fem gen pl (epic ionic) ἀπομάχομαι fight from aor part mid masc/neut gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαχεῖσθαι — ἀπομάχομαι fight from fut inf mid (attic epic ionic) ἀπομάχομαι fight from pres inf mp (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαχομένων — ἀπομάχομαι fight from pres part mp fem gen pl ἀπομάχομαι fight from pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαχούμενοι — ἀπομάχομαι fight from fut part mid masc nom/voc pl (attic epic doric ionic) ἀπομάχομαι fight from pres part mp masc nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαχόμεθα — ἀπομάχομαι fight from pres ind mp 1st pl ἀπομάχομαι fight from imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαχόμενον — ἀπομάχομαι fight from pres part mp masc acc sg ἀπομάχομαι fight from pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεμαχεσάμεθα — ἀπομάχομαι fight from aor ind mid 1st pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεμαχέσαντο — ἀπομάχομαι fight from aor ind mid 3rd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)